- πολιτεύω
- ΝΜΑ [πολίτης]μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.)β) συμπεριφέρομαι με ορισμένο τρόπο («ἀδίκως καὶ παρανόμως... καὶ σφᾶς αὐτοὺς πολιτευόμενοι», Λυσ.)νεοελλ.1. (σπαν. το ενεργ.) βοηθώ κάποιον να ανέλθει στο βουλευτικό αξίωμα («το μόνον έγκλημά της ήτο ότι είχε πολιτέψει τον κουμπάρον», Παπαδ.)2. προσποιούμαι ότι δεν αντιλαμβάνομαι απρέπεια ή προσβολή που γίνεται σε βάρος μου3. (το αρσ. και το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο πολιτευόμενος, η πολιτευόμενηο πολιτευτής, ιδίως ο υποψήφιος κόμματος στις βουλευτικές εκλογές4. παροιμ. «άρπαζε να τρως να πίνεις, πολιτεύου ν' αρχοντύνεις»ειρων. αν θες να τρως καλά, ν' αρπάζεις κι αν θες να είσαι άρχοντας, να πολιτεύεσαιμσν.-αρχ.εκτελώ κάτι σύμφωνα με τον συνηθισμένο τρόποαρχ.1. (ενεργ. και μέσ.) α) ζω ως πολίτης ή ελεύθερος (α. «ἐξὸν αὐτοῑς τοὺς νῦν οἴκοι ἀκλήρους πολιτεύοντας ἐνθάδε κομισαμένους πλουσίους ὁρᾱν», Ξεν.β. «ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ νόμοις, έξ ἴσου πολιτεύεσθαι», Δημοσθ.)β) κυβερνώ, διοικώ με έναν ορισμένο τρόπο(«τὰς εὖ πολιτευομένας πόλεις», Ισόκρ.)2. συμπεριφέρομαι σαν πολιτικός3. (σε ιδιωτικές υποθέσεις) συναλλάσσομαι με κάποιον4. φέρω κάτι εις πέρας5. (μεσοπαθ.) πολιτεύομαια) σχηματίζω πολιτεία («εἰ πένης λαός... πολιτεύοιτο πλουσίων ἄτερ», Ευρ.)β) παίρνω μέρος στη διακυβέρνηση μιας χώρας («ἀλλ' αὐτοὶ ἕκαστοι ἐπολιτεύοντο καὶ ἐβουλεύοντο», Θουκ.)γ) έχω ορισμένο τύπο διακυβέρνησης («κατὰ τὰ πάτρια πολιτεύεσθαι», Ανδοκ.)δ) (στους ρωμαϊκούς χρόνους) υπηρετώ ως δεκάδαρχος ή βουλευτής ισοπολίτιδων πόλεωνε) γίνομαι πολίτης, εγγράφομαι ως πολίτης («τοὺς ἐπὶ Γέλωνος πολιτευθέντας», Διόδ.)5. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολιτευόμενοςο κυβερνήτης («ἐσκεμμένως και τοῡτ' αὐτό πράττοντες... πολλοί τῶν πολιτευομένων», Δημοσθ.)6. (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ πεπολιτευμένατα πεπραγμένα τής διοίκησης7. φρ. α) «κατά νόμους πολιτεύω» — ζω υπό δημοκρατικό πολίτευμαβ) «πολιτεύομαι πόλεμον ἐκ πολέμου» — καθιστώ αρχή τής πολιτικής τής κυβέρνησης τον συνεχή πόλεμογ) «oἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι» — οι ολιγαρχικοί ή οι τύραννοι.
Dictionary of Greek. 2013.